Dictionary of Greek. 2013.
γριπηίς — γρῑπηίς , γριπηίς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γριπηίδι — γρῑπηίδι , γριπηίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)